- περιήχηση
- η / περιήχησις, -ήσεως, ΝΜΑ [περιηχώ]η αντήχησηαρχ.καθοδήγηση προς το κακό, σε αντιδιαστολή με την κατήχηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιηχήσῃ — περιηχήσηι , περιήχησις resounding fem dat sg (epic) περιηχέω ring all round aor subj mid 2nd sg περιηχέω ring all round aor subj act 3rd sg περιηχέω ring all round fut ind mid 2nd sg περϊηχήσῃ , περιηχέω ring all round aor subj mid 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίασις — ᾴσεως, ἡ, Α [περιᾴδω] περιήχηση, αντήχηση … Dictionary of Greek
περιψόφησις — ήσεως, ἡ, Α [περιψοφώ] η περιήχηση, ο ήχος που ακούγεται ολόγυρα … Dictionary of Greek